- μυστιπόλευτος
- μυστῐπόλ-ευτος, ον,A solemnized mystically, Orph.H.76.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυστιπόλευτος — μυστιπόλευτος, ον (Α) [μυστιπολεύω] (για τελετές και εορτές) αυτός που γίνεται από μύστες, που εορτάζεται μυστηριωδώς, με μυστήρια … Dictionary of Greek
μυστιπολεύτους — μυστιπόλευτος solemnized mystically masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)